πλαγαῖς

πλαγαῖς
πλᾱγαῖς , πληγή
blow
fem dat pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εύκομπος — εὔκομπος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”